σκοτεινιά

σκοτεινιά
σκοτεινιά, η και σκοτείνια, η
1. σκοτάδι: Μόλις άρχισε η έκλειψη του ήλιου, μια σκοτεινιά απλώθηκε παντού.
2. μτφ., έλλειψη χαράς: Την ψυχή του τη σκέπασε η σκοτεινιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτεινιά — και σκοτείνια, η, Ν [σκοτεινός] 1. σκοτάδι, σκότος (α. «στής νυκτός τη σκοτεινιά», Σολωμ. β. «στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει», Γρυπ.) 2. μτφ. α) απουσία ζωής, ανυπαρξία («πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά τού τάφου», Παλαμ.) β) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • σκοτείνια — η, Ν βλ. σκοτεινιά …   Dictionary of Greek

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • αχλυοποιός — ἀχλυοποιός, όν (Μ) αυτός που φέρνει αχλύ, σκοτεινιά …   Dictionary of Greek

  • αωρία — ἀωρία, η (Α) [άωρος (Ι)] 1. άκαιρη, ακατάλληλη ώρα 2. κακή κατάσταση 3. μεσάνυχτα 4. σκοτεινιά, δυστυχία 5. φρ. α) «ἀωρίαν ἥκειν» φθάνω πολύ αργά β) «ποῡ βαδίζεις ἀωρίᾳ» που πας τόσο αργά; …   Dictionary of Greek

  • γνόφος — (AM) (Α και δνόφος) 1. σκοτεινιά 2. πληθ. οἱ γνόφοι σύννεφα καταιγίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. τού δνόφος*, με φωνητική εξέλιξη του δν σε γν ] …   Dictionary of Greek

  • ζοφώ — (AM ζοφῶ, όω, Μ και ζοφώνω) [ζόφος] 1. κάνω κάτι ζοφερό, σκοτεινό, σκοτεινιάζω, φέρνω σκοτεινιά 2. γίνομαι ζοφερός, σκοτεινός νεοελλ. παθ. ζο φούμαι γίνομαι επικίνδυνος, επισφαλής («η κατάσταση ζοφούται») …   Dictionary of Greek

  • θολούρα — η [θολός] 1. θολότητα 2. νεφελώδης καιρός, συννεφιά, σκοτεινιά, επερχόμενη κακοκαιρία …   Dictionary of Greek

  • μαυράδα — η (Μ μαυράδα) [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική») νεοελλ. μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιά μσν. σκοτεινός τόπος …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”